- εικαστής
- εἰκαστής, ο (Α) [εικάζω]1. αυτός που μαντεύει2. αυτός που απεικονίζει ή παριστάνει3. ζωγράφος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εἰκαστής — one who conjectures masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκασταί — εἰκαστής one who conjectures masc nom/voc pl εἰκαστός comparable fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκαστήν — εἰκαστής one who conjectures masc acc sg (attic epic ionic) εἰκαστός comparable fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκαστῶν — εἰκαστής one who conjectures masc gen pl εἰκαστός comparable fem gen pl εἰκαστός comparable masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκαστά — εἰκαστά̱ , εἰκαστής one who conjectures masc nom/voc/acc dual εἰκαστής one who conjectures masc voc sg εἰκαστής one who conjectures masc nom sg (epic) εἰκαστός comparable neut nom/voc/acc pl εἰκαστά̱ , εἰκαστός comparable fem nom/voc/acc dual… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκαστάς — εἰκαστά̱ς , εἰκαστής one who conjectures masc acc pl εἰκαστά̱ς , εἰκαστής one who conjectures masc nom sg (epic doric aeolic) εἰκαστά̱ς , εἰκαστός comparable fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλλον — Τίτλος διαφόρων εφημερίδων και περιοδικών. 1. Πολιτική εφημερίδα της Ζακύνθου. Εκδιδόταν την περίοδο 1849 51. 2. Πολιτική εφημερίδα της Αθήνας. Εκδιδόταν την περίοδο 1863 77. 3. Εβδομαδιαία εφημερίδα. Ιδρύθηκε το 1898 από τον Δημ. Σφαέλο στη… … Dictionary of Greek